Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

«Για ένα άλλο ύφος» (*)

Γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
 
Γιώργος Χουρμουζιάδης:
 
«Δεν ξέρω πόσο μακριά θα πάει αυτή η αγωνία. Πόσο θα κοστίσουν όλες αυτές οι τελευταίες πληγές, για να κλειστούν και να μην αιμορροούν πια! Να στεγνώσουν οι ιδρωμένες παλάμες που παραμένουν αμήχανες πίσω από μισόκλειστες πόρτες, από τότε που κάναμε την τελευταία χειραψία και πήρε ο καθένας το δικό του δρόμο! Ειλικρινά, σύντροφοι, δεν ξέρω πότε θα ξανακοιταχτούμε στα μάτια, χωρίς ενοχές ή ανώριμες και ξεπερασμένες υπεροψίες. Εκείνο όμως που ξέρω πολύ καλά είναι πως δεν μπορούμε να παριστάνουμε τους ικανοποιημένους ή τους σχεδόν ευτυχείς. Δεν μπορούμε να διαβάζουμε με τον ίδιο τόνο τις συγκυρίες αδιαφορώντας για τα λάθη του τονισμού μας. Τώρα μάλιστα, που τα πλαστικά οράματα της «ενωμένης» Ευρώπης υπονομεύονται από τους ίδιους τους κατασκευαστές τους και όλες εκείνες οι πομπώδεις περιγραφές του λαμπρού ευρωπαϊκού μέλλοντος αναλύονται σε τριμμένες λέξεις και φτηνές βωμολοχίες.

Τώρα που κάθε μέρα αποκαλύπτεται όλο και πιο καθαρά πως στα μυστικά υπόγεια του ευρωπαϊκού σπιτιού οι φεουδάρχες ενός νέου μεσαίωνα κατασκευάζουν τα καλούπια όπου θα χυθούν οι νέες ευρωπαϊκές κοινωνίες, κοινωνίες πλαδαρές, χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ιεραρχημένες με βάση το εθνικό τους κομπόδεμα, τυλιγμένες σε συμβατικές σημαίες με απροσδιόριστα χρώματα παγιδευμένες μέσα σε καμένα ή κομμένα δάση, παραπαίουσες ανάμεσα σε πλαστικοποιημένα άνθη νεκρών παραδόσεων.
Κοινωνίες, χωρίς συλλογικές ανησυχίες, χωρίς συνείδηση, όπου μπορεί να αντανακλάται η νέα δυστυχία του εργαζόμενου, καθηλωμένου σε δουλείες νέων μορφών εξασθενημένου από την πείνα του καιρού μας, που δεν μπορεί να την γιατρέψει το ψωμί, αλλά μόνο οι πρωτεΐνες ενός άλλου πολιτισμού, που δεν μπορέσαμε ακόμα να διαβάσουμε καθαρά το όνομά του.

Τώρα ακριβώς πρέπει να αλλάξουμε ύφος. Πάνω σ’ αυτή την επικίνδυνη στροφή. Προσοχή, δε λέω ν’ αλλάξουμε άποψη, λέω, κι αυτό μόνο εννοώ: ν’ αλλάξουμε ύφος. Είμαστε οι μόνοι πια που μπορούμε να επιμείνουμε στους αυταπόδεικτους νόμους της Ιστορίας. Οι μόνοι που εξακολουθούμε να ψελλίζουμε ονόματα και θεωρίες παλιές μα ισχύουσες, που οι άλλοι τις αποσιωπούν  γιατί είναι της μόδας μια τέτοια αποσιώπηση. Θυμούμαι δα διαπρύσιους (φλογερούς και οξείς) ρήτορες που δεν είχαν άλλο τι να πουν παρά μονάχα ό,τι είχαν γράψει  ο Μαρξ ή ο Λένιν και που τώρα, αυτοί οι ίδιοι ρήτορες φορώντας την ξεβαμμένη τους τήβεννο ψάχνουν τις καινούργιες λέξεις, για να πουν, τι άλλο, αυτά που είχαν γράψει ο Μαρξ ή ο Λένιν. Εμείς επιμένουμε όμως. Και αυτή ακριβώς η επιμονή είναι που μας χρεώνει με αντιφάσεις και με άλλες περίεργες αγκυλώσεις, το πραγματικό, δηλαδή το ιστορικό νόημα των οποίων δεν προσπαθήσαμε να το αποκαλύψουμε και να το περιγράψουμε με απλό και πειστικό τρόπο. Δεν προσπαθήσαμε ούτε τώρα στα χρόνια της βαθιάς κρίσης να περιγράψουμε με απλό και πειστικό τρόπο την ουτοπία των λαϊκών οραμάτων απέναντι στην οργανωμένη αντίθεση οποιασδήποτε εξουσίας. Και δεν μιλώ βέβαια για την «ουτοπία» που σημαίνει το «μη πραγματοποιήσιμο». Μιλώ για την «ουτοπία» που προκύπτει από την άρνηση των εχθρών κάθε ανατροπής αλλά και κάθε απλής αλλαγής.

Ακόμα, δεν προσπαθήσαμε να αποδείξουμε με πειραματικό – αδιαμφισβήτητο τρόπο την κενότητα του αντίπαλου λόγου. Δεχτήκαμε να χρεωθούμε μόνοι εμείς την κατάχρηση των συνθημάτων, την ανεδαφικότητα της ξύλινης γλώσσας, την επιμονή σε παλιά σχήματα λόγου. Κι όμως περνούμε μια εποχή που ο αγοραίος καπιταλισμός   αριστεύει στην παραγωγή των κατασκευασμένων λεκτικών σχημάτων, με την βοήθεια των οποίων  προσπαθεί να υπερβεί την αναξιοπιστία  των πράξεων του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς. Δεν είναι υπερβολή να πω πως τον τελευταίο καιρό οι καταχθόνιες συμπεριφορές της Δύσης, αλλά και των… νεοδυτικών υποτακτικών τους , των ξιπασμένων νεοκαπιταλιστών,  νεοορθόδοξων και νεοχούλιγκαν ενώ παραμένουν εφιαλτικά ίδιες, ανακοινώνονται και επισημοποιούνται με ονόματα και επιθετικούς προσδιορισμούς καινοφανείς μόνο για λίγο καιρό, γιατί πολύ γρήγορα, σχεδόν πριν προλάβουν να καταχωρηθούν στις νέες εγκυκλοπαίδειες, χάνουν τα ψευδώνυμα περιεχόμενα τους και αποκαλύπτονται με το πραγματικό τους νόημα.

Και τότε είναι που φαίνεται καθαρά πως αυτοί που στέκονται απέναντι από μας και μας κοιτούν μοχθηροί και περιπαίχτες ποτέ δεν εννοούν αυτό που λένε. Νέες συμφωνίες που κρύβουν παλιές σκοπιμότητες «πακέτα» με νέο λαμπρό περιτύλιγμα για να κρυφτεί η ημερομηνία λήξης του περιεχομένου, συμφωνίες μισοσκεπασμένες κάτω από τα αραχνοΰφαντα ονόματα δυτικοευρωπαϊκών κωμοπόλεων όπως Μάαστριχτ, π.χ. ίσως Γουαδελούπη αργότερα, ή Αμπρακατάμπρα, να σκεπάζεται καλά η αλήθεια, να φαίνεται όμως και λίγο από την προκλητική σάρκα της δυτικοευρωπαϊκής πορνικής ευημερίας!

Και πάνω σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο ο καπιταλισμός κέρδισε. Κέρδισε τη μάχη των λέξεων και των εικόνων. Αρνήθηκε και  πολέμησε σκληρά την ειλικρίνεια του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» ασκώντας την ίδια στιγμή με θρησκευτική πειθαρχία τα τεχνάσματα του «καπιταλιστικού υπερπραγματισμού». Και κατάφερε μέσα από τις δικές του τεχνοτροπίες να περιγράψει με δικό του τρόπο τα «ανθρώπινα δικαιώματα». Κατάφερε να χρεώσει με διεστραμμένη λογιστική λογική τους θανάτους των πεινασμένων παιδιών, κατάφερε να αποσιωπήσει τους αριθμούς των ανέργων, να συκοφαντήσει τους αγώνες των αδικημένων, να αποκρύψει τον ανερχόμενο νεοναζισμό. Κατάφερε ακόμα στις μέρες των μεγάλων πτήσεων να ερμηνεύσει τα αίτια με μια δική του πολιτική «αισθητική», που ούτε απαντούσε ούτε υπαινισσόταν κάποια απάντηση. Απλώς περιέπαιζε! Κατάφερε σε τελευταία ανάλυση, μόνος πια, διαιτητής και παρατηρητής, ο καπιταλισμός με το φτιασιδωμένο πρόσωπο του προστάτη, να σφυρίξει τα «φάουλ» του παιχνιδιού, ανάλογα με το ύψος της… εκάστοτε δωροδοκίας.

Γι’ αυτό είπα και πιο πάνω: είναι καιρός να αλλάξουμε ύφος και με τρόπο πειστικό και προπαντός απλό, να περιγράψουμε και να αποκαλύψουμε  την κενότητα του αντίπαλου λόγου. Να καταλάβει πια ο ταλαιπωρημένος μικρός πως όλες αυτές οι καινούργιες λέξεις που σέρνονται στους δρόμους της φτωχής μας πατρίδας είναι παγίδες. Είναι όλες ένα μεγάλο ψέμα (…)» 

 (*) Το κείμενο αυτό, υπό τον τίτλο «Για ένα άλλο ύφος», γράφτηκε πριν από είκοσι ένα χρόνια. Δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 4 Οκτώβρη 1992. Συντάκτης του ήταν ο κομμουνιστής, ο δάσκαλος, ο Γιώργος Χουρμουζιάδης. Ότι σε πολλά σημεία του αυτό το κείμενο μοιάζει σαν να γράφτηκε σήμερα δεν οφείλεται στο ότι ο Γιώργος Χουρμουζιάδης ήταν «προφήτης». Οφείλεται στο ότι ήταν Κομμουνιστής. Δηλαδή αξιώθηκε να κατέχει τα εργαλεία για να αναλύει το τώρα και να «βλέπει» το αύριο με τη βοήθεια της Επιστήμης και της Λογικής. Σε σημεία αυτού του κειμένου εμείς οι «μαθητές» του Χουρμουζιάδη μπορεί να διαφωνούσαμε και να διαφωνούμε μαζί του. Το ότι ο ίδιος δεν «απαγόρευσε» ποτέ τη διαφωνία μας ρίχνοντας – και έτσι – λίπασμα στη σκέψη μας και ότι δεν μας στέρησε ποτέ την τιμή να θεωρούμαστε «μαθητές» του, οφείλεται στο ότι ο Χουρμουζιάδης ήταν Δάσκαλος.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια, συχνά, αργούν να δημοσιευθούν γιατί πρέπει πρώτα να ελεγχθεί ότι δεν είναι υβριστικά ή διαφημιστικά (κανένας άλλος έλεγχος δεν γίνεται) και επειδή το blog δεν είναι η δουλειά μας, αλλά το "ψώνιο" μας, ελέγχονται μόνο μια φορά τη μέρα.